λαοκρατικός

λαοκρατικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λαοκρατία
2. ο οπαδός τής λαοκρατίας
3. φρ. «λαοκρατική δημοκρατία» — παραλλαγή τού τίτλου πολιτεύματος τής λαϊκής δημοκρατίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαοκρατία. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Στ. Ξένο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λαοκρατικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη λαοκρατία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”